- Διονυσιάδος
- Διονῡσιάδος , ΔιονυσιάςBacchantefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραίληκτος — ή πραιλῆκτος, ό, Α επίλεκτος («δεκαδάρχῃ κάστρων Διονυσιάδος εἴλης πέμπτης πραιλήκτων», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praelectus, μτχ. παθ. αορ. τού praelego «διαλέγω, εκλέγω»] … Dictionary of Greek